φίλορνις: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui aime les oiseaux;<br /><b>2</b> aimé <i>ou</i> recherché des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ὄρνις]].
|btext=ιθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui aime les oiseaux;<br /><b>2</b> aimé <i>ou</i> recherché des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ὄρνις]].
}}
{{elru
|elrutext='''φίλορνις:''' ῑθος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[любящий птиц]] ([[φίλιππος]] καὶ φ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[излюбленный птицами]] ([[πέτρα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φίλορνις:''' -ῖθος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τα πτηνά, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπιέται ή γίνεται [[σημείο]] συνάντησης από τα πτηνά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φίλορνις:''' -ῖθος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τα πτηνά, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπιέται ή γίνεται [[σημείο]] συνάντησης από τα πτηνά, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φίλορνις:''' ῑθος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[любящий птиц]] ([[φίλιππος]] καὶ φ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[излюбленный птицами]] ([[πέτρα]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλορνις Medium diacritics: φίλορνις Low diacritics: φίλορνις Capitals: ΦΙΛΟΡΝΙΣ
Transliteration A: phílornis Transliteration B: philornis Transliteration C: filornis Beta Code: fi/lornis

English (LSJ)

ῑθος, ὁ, ἡ, A fond of birds, Ocell.4.14, Plu.Num.4, Opp.C.1.78, Ael.NA6.29, Iamb.VP31.212. II loved or haunted by birds, πέτρα A.Eu.23.

German (Pape)

[Seite 1284] ιθος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; θεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.

French (Bailly abrégé)

ιθος (ὁ, ἡ)
1 qui aime les oiseaux;
2 aimé ou recherché des oiseaux.
Étymologie: φίλος, ὄρνις.

Russian (Dvoretsky)

φίλορνις: ῑθος adj.
1) любящий птиц (φίλιππος καὶ φ. Plut.);
2) излюбленный птицами (πέτρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φίλορνις: -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις Αἰσχύλ. Εὐμ. 23.

Greek Monolingual

-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τα πουλιά
2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄρνις, -ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ - ορνις)].

Greek Monotonic

φίλορνις: -ῖθος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που αγαπά τα πτηνά, σε Πλούτ.
II. αυτός που αγαπιέται ή γίνεται σημείο συνάντησης από τα πτηνά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φίλ-ορνις, ῑθος, ὁ, ἡ,
I. fond of birds, Plut.
II. loved or haunted by birds, Aesch.

English (Woodhouse)

dear to birds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)