φέριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus brave, très brave ; le plus fort, très fort ; le meilleur, excellent ; <i>voc.</i> φέριστε mon brave <i>terme d'amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φέρω]] « celui qui l'emporte ».
|btext=η, ον :<br />le plus brave, très brave ; le plus fort, très fort ; le meilleur, excellent ; <i>voc.</i> φέριστε mon brave <i>terme d'amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φέρω]] « celui qui l'emporte ».
}}
{{elru
|elrutext='''φέριστος:''' [[φέρω]] - superl. без posit.] доблестнейший, храбрейший или превосходнейший ([[ἀνήρ]] Hom.; преимущ. в обращении: φέριστε [[ἄναξ]] Aesch.; ὦ φέριστε δεσποτῶν Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φέριστος:''' -η, -ον, βλ. [[φέρτατος]].
|lsmtext='''φέριστος:''' -η, -ον, βλ. [[φέρτατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φέριστος:''' [[φέρω]] - superl. без posit.] доблестнейший, храбрейший или превосходнейший ([[ἀνήρ]] Hom.; преимущ. в обращении: φέριστε [[ἄναξ]] Aesch.; ὦ φέριστε δεσποτῶν Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέριστος Medium diacritics: φέριστος Low diacritics: φέριστος Capitals: ΦΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: phéristos Transliteration B: pheristos Transliteration C: feristos Beta Code: fe/ristos

English (LSJ)

η, ον, v. φέρτατος.

German (Pape)

[Seite 1262] wie φέρτατος, der tapferste, vorzüglichste, beste; Hom., ἄνδρα φέριστον Il. 9, 116, sonst bes. in der Anrede φέριστε, 6, 123. 15, 247 u. öfter; Aesch. Spt. 39; Soph. O. R. 1149; sp. D., wie Ep. ad. 191 (App. 164); selten in Prosa, wie Plat. Phaedr. 238 d.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus brave, très brave ; le plus fort, très fort ; le meilleur, excellent ; voc. φέριστε mon brave terme d'amitié.
Étymologie: DELG φέρω « celui qui l'emporte ».

Russian (Dvoretsky)

φέριστος: φέρω - superl. без posit.] доблестнейший, храбрейший или превосходнейший (ἀνήρ Hom.; преимущ. в обращении: φέριστε ἄναξ Aesch.; ὦ φέριστε δεσποτῶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

φέριστος: -η, -ον, ἴδε φέρτατος.

English (Autenrieth)

= φέρτατος, used especially in the vocative.

Spanish

excelente

Greek Monolingual

και φέρτιστος, -ίστη, -ον, Α
φέρτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ-ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bher- του ρ. φέρω με την κατάλ. -ιστος του υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ-ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής bairišta «εσύ που υποστηρίζεις το καλύτερο». Ο τ. φέριστος έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου σιγμόληκτου ουδ. φέρος (κατά το σχήμα: κράτιστος: κράτος, κύδιστος: κῦδος), από το οποίο έχουν προέλθει και τα σύνθ. σε -φερής (βλ. και λ. φέρω). Το επίθ. φέριστος είναι ποιητ. τ. ο οποίος απαντά κυρίως στην κλητική ως προσφώνηση και στον τ. της αιτ. στη φρ. φέριστον ἄνδρα σε στίχο της Ιλιάδας (για τον σχηματισμό του τ. και για τη σημ. σε σχέση με το ρ. φέρω, βλ. λ. φέρτερος)].

Greek Monotonic

φέριστος: -η, -ον, βλ. φέρτατος.

Middle Liddell

φέριστος, η, ον [v. φέρτατος.]

Frisk Etymology German

φέριστος: {phéristos}
Meaning: fast nur im Vok. φέριστε als höfliche Anrede (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Mit aw. bairišta Vok. (auch m. niž- und aibi- im Nom. u. Akk.) identisch, somit wohl altererbt. Primärer Superlativ zu idg. bher- tragen in φέρω bzw. baraiti; eig. Bed. strittig: der zuträglichste, am meisten frommende, ertragreichste (Persson Beitr. 1, 25 ff. mit Fick und Delbrück IF14,46ff.)?, der im Tragen leistungsfähigste, stärkste (Osthoff MU 6, 165 ff.)? — Daneben φέρτερος und φέρτατος stärker, tapferer, besser bzw. der stärkste, tapferste, beste o.a. (ep. poet. seit Il.); Neubildungen nach ὑπέρτερος, -τατος (Osthoff a. O.); vgl. noch φίλτερος, -τατος u.a. bei Schwyzer 535. Weitere Lit. bei WP. 2, 153, auch Bq s.v. — Anders über φέριστος usw. Seiler Steigerungsformen 94 ff. — Zu lit. gẽras gut, tüchtig, das früher (Lit. bei Bq) mit φέριστος verbunden wurde, s. Fraenkel s. gìrti rühmen, loben.
Page 2,1002