φιλοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime l'argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;<br /><i>Cp.</i> φιλοχρηματώτερος, <i>Sp.</i> φιλοχρηματώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρῆμα]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime l'argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;<br /><i>Cp.</i> φιλοχρηματώτερος, <i>Sp.</i> φιλοχρηματώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοχρήμᾰτος:''' [[жадный к деньгам]], [[сребролюбивый]] Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοχρήμᾰτος:''' -ον ([[χρῆμα]]), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φιλοχρήματον</i>, = [[φιλοχρηματία]], στον ίδ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Διόδ.· επίρρ., [[φιλοχρημάτως]] ἔχειν, = <i>φιλοχρηματεῖν</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φῐλοχρήμᾰτος:''' -ον ([[χρῆμα]]), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φιλοχρήματον</i>, = [[φιλοχρηματία]], στον ίδ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Διόδ.· επίρρ., [[φιλοχρημάτως]] ἔχειν, = <i>φιλοχρηματεῖν</i>, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοχρήμᾰτος:''' [[жадный к деньгам]], [[сребролюбивый]] Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρήμᾰτος Medium diacritics: φιλοχρήματος Low diacritics: φιλοχρήματος Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philochrḗmatos Transliteration B: philochrēmatos Transliteration C: filochrimatos Beta Code: filoxrh/matos

English (LSJ)

ον,
A loving money, And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.; ὁ φ. Id.R.549b, Hierocl. in CA2p.422M.; φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40 (s.v.l.); τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Pl.R.436a: Comp. φιλοχρηματώτερος X.Smp.4.45: Sup. φιλοχρηματώτατος D.S.1.94. Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.

German (Pape)

[Seite 1288] geldliebend, geldgierig, habsüchtig; Andoc. 4, 32; Plat. Phaed. 68 c Rep. VI, 485 e u. öfter, immer tadelnd. – Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν Isocr. 1, 23, Is. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime l'argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;
Cp. φιλοχρηματώτερος, Sp. φιλοχρηματώτατος.
Étymologie: φίλος, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρήμᾰτος: жадный к деньгам, сребролюбивый Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρήματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, ἄπληστος, Ἀνδοκ. 30. 20, Πλάτων ἐν Φαίδωνι 68C, 82C, κ. ἀλλ., πρβλ. φιλοχρηματιστής· ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 549Β, κ. ἀλλ.· φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 14· ― τὸ φ. = φιλοχρηματία Πλάτ. Πολ. 435Ε. ― Συγκρ. -ώτερος, Ξεν. Συμπ. 4, 45· ὑπερθ. -ώτατος, Διόδ. 1. 94. Ἐπίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Ἰσοκρ. 7Α, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοχρήματος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματον
η φιλοχρηματία.
επίρρ...
φιλοχρημάτως Α
1. με φιλοχρηματία
2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» — είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. πολύ-χρήματος].

Greek Monotonic

φῐλοχρήμᾰτος: -ον (χρῆμα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φιλοχρήματον, = φιλοχρηματία, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, σε Διόδ.· επίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-χρήμᾰτος, ον, χρῆμα
loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isocr.

English (Woodhouse)

desirous of money, greedy of money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)