φιλαυτία: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de soi, amour-propre, égoïsme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαυτος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />amour de soi, amour-propre, égoïsme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαυτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλαυτία:''' ἡ [[себялюбие]] Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φίλαυτος]]<br />η υπερβολική [[αγάπη]] ενός ατόμου για τον εαυτό του, [[εγωισμός]], [[εγωπάθεια]], [[εγωκεντρισμός]] (α. «η [[φιλαυτία]] του [[είναι]] το κύριο [[αίτιο]] της απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῦτο δὲ φιλαυτίας [[ἁμάρτημα]] καὶ χαλεπότητος», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φίλαυτος]]<br />η υπερβολική [[αγάπη]] ενός ατόμου για τον εαυτό του, [[εγωισμός]], [[εγωπάθεια]], [[εγωκεντρισμός]] (α. «η [[φιλαυτία]] του [[είναι]] το κύριο [[αίτιο]] της απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῦτο δὲ φιλαυτίας [[ἁμάρτημα]] καὶ χαλεπότητος», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, self-love, self-regard, Cic.Att.13.13.1, Plu.2.48f; in bad sense, selfishness, UPZ42.10 (ii B. C.), Ph.1.173, al., Porph.Abst.3.2, Jul.Caes.316d, Mis. 349b.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Eigenliebe, Selbstliebe, Plut. Thes. et Rom. 2, getadelt von Zonar.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de soi, amour-propre, égoïsme.
Étymologie: φίλαυτος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαυτία: ἡ себялюбие Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαυτία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φίλαυτος, ἐγωϊσμός, Πλούτ. 2. 48F, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 13, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαυτία· τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φίλαυτος
η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο της απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῦτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.).