χρυσομηλολόνθιον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />(mon) petit scarabée d'or <i>t. d'amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μηλολόνθη]].
|btext=ου (τό) :<br />(mon) petit scarabée d'or <i>t. d'amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μηλολόνθη]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό, υποκορ. όπως αν προερχόταν από [[χρυσομηλολόνθη]], μικρό χρυσό [[σκαθάρι]], χρησιμ. ως όρος έκφρασης στοργής, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό, υποκορ. όπως αν προερχόταν από [[χρυσομηλολόνθη]], μικρό χρυσό [[σκαθάρι]], χρησιμ. ως όρος έκφρασης στοργής, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσο-[[μηλολόνθιον]], ου, τό, [Dim. as if from [[χρυσομηλολόνθη]]<br />[[little]] [[golden]] [[beetle]], as a [[term]] of endearment, Ar.
|mdlsjtxt=χρῡσο-[[μηλολόνθιον]], ου, τό, [Dim. as if from [[χρυσομηλολόνθη]]<br />[[little]] [[golden]] [[beetle]], as a [[term]] of endearment, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:59, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομηλολόνθιον Medium diacritics: χρυσομηλολόνθιον Low diacritics: χρυσομηλολόνθιον Capitals: ΧΡΥΣΟΜΗΛΟΛΟΝΘΙΟΝ
Transliteration A: chrysomēlolónthion Transliteration B: chrysomēlolonthion Transliteration C: chrysomilolonthion Beta Code: xrusomhlolo/nqion

English (LSJ)

τό, Dim. as if from *χρυσομηλολόνθη, a little golden beetle or cockchafer, as a term of endearment, Ar.V.1341.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, dim. von χρυσομηλολόνθη, Goldkäferchen, ein Schmeichelwort bei Ar. Vesp. 1341.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
(mon) petit scarabée d'or t. d'amitié.
Étymologie: χρυσός, μηλολόνθη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομηλολόνθιον: τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσομηλολόνθιον: τό, ὑποκορ. ὥσπερ ἐξ οὐσιαστικοῦ χρυσομηλολόνθη, μικρὸς χρυσοκάνθαρος, ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, Ἀριστοφ. Σφ. 1341.

Greek Monolingual

τὸ, Α υποκορ. τ. του χρυσομηλολόνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός τ. χρυσομηλολόνθη, ο οποίος, όμως, απαντά μεταγενέστερα].

Greek Monotonic

χρῡσομηλολόνθιον: τό, υποκορ. όπως αν προερχόταν από χρυσομηλολόνθη, μικρό χρυσό σκαθάρι, χρησιμ. ως όρος έκφρασης στοργής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χρῡσο-μηλολόνθιον, ου, τό, [Dim. as if from χρυσομηλολόνθη
little golden beetle, as a term of endearment, Ar.