χρυσότερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plus précieux.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
|btext=α, ον :<br />plus précieux.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσότερος:''' compar. к [[χρύσεος]] 2 и 3.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσότερος:''' -α, -ον, συγκρ. [[τύπος]] του [[χρυσός]], πιο [[χρυσός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χρῡσότερος:''' -α, -ον, συγκρ. [[τύπος]] του [[χρυσός]], πιο [[χρυσός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσότερος:''' compar. к [[χρύσεος]] 2 и 3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from [[χρυσός]]<br />[[more]] [[golden]], Anth.
|mdlsjtxt=χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from [[χρυσός]]<br />[[more]] [[golden]], Anth.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσότερος Medium diacritics: χρυσότερος Low diacritics: χρυσότερος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: chrysóteros Transliteration B: chrysoteros Transliteration C: chrysoteros Beta Code: xruso/teros

English (LSJ)

α, ον, a Comp. formed from χρυσός (3), more golden, χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος IG14.1892.

German (Pape)

[Seite 1382] von χρυσός gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus précieux.
Étymologie: χρυσός.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσότερος: compar. к χρύσεος 2 и 3.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότερος: -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι μᾶλλον χρυσοῦς, χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.

Greek Monolingual

-τέρα, -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α
(συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῦ χρυσοτέρα», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -τερος του συγκριτ. βαθμού].

Greek Monotonic

χρῡσότερος: -α, -ον, συγκρ. τύπος του χρυσός, πιο χρυσός, σε Ανθ.

Middle Liddell

χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from χρυσός
more golden, Anth.