ψαλιδόστομος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).<br />'''Étymologie:''' [[ψαλίς]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).<br />'''Étymologie:''' [[ψαλίς]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' [[со ртом как ножницы]], [[клещеротый]] (καρκίνοι Batr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψᾰλῐδόστομος:''' -ον, αυτός που έχει [[στόμα]] σαν [[ψαλίδα]], λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ψᾰλῐδόστομος:''' -ον, αυτός που έχει [[στόμα]] σαν [[ψαλίδα]], λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' [[со ртом как ножницы]], [[клещеротый]] (καρκίνοι Batr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψᾰλῐδό-στομος, ον,<br />nipper-mouthed, of a [[crab]], Batr.
|mdlsjtxt=ψᾰλῐδό-στομος, ον,<br />nipper-mouthed, of a [[crab]], Batr.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδόστομος Medium diacritics: ψαλιδόστομος Low diacritics: ψαλιδόστομος Capitals: ΨΑΛΙΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: psalidóstomos Transliteration B: psalidostomos Transliteration C: psalidostomos Beta Code: yalido/stomos

English (LSJ)

ον, nipper-mouthed, Com. epithet of crabs, Batr.295.

German (Pape)

[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].

Greek Monotonic

ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.