χρησμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui compose des oracles (en vers).<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui compose des oracles (en vers).<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ [[перелагатель оракулов в стихи]] (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
|lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ [[перелагатель оракулов в стихи]] (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
}}
}}

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοποιός Medium diacritics: χρησμοποιός Low diacritics: χρησμοποιός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: chrēsmopoiós Transliteration B: chrēsmopoios Transliteration C: chrismopoios Beta Code: xrhsmopoio/s

English (LSJ)

όν, making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοποιός:перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.

Middle Liddell

χρησμο-ποιός, όν ποιέω
making oracles in verse, Luc.