ἀκταία: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = [[ἀκτέα]], Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = [[ἀκτέα]], Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκταία:''' ἡ [[актея]] (парадная одежда у персов) Democr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκταία]], η (Α)<br /><b>1.</b> πολυτελές, [[επίσημο]] [[ένδυμα]] τών Περσών<br /><b>2.</b> μαρμάρινη [[σφαίρα]]<br /><b>3.</b> η [[ακτέα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη [[χρήση]] του θηλ. του επιθ. [[ἀκταῖος]].
|mltxt=[[ἀκταία]], η (Α)<br /><b>1.</b> πολυτελές, [[επίσημο]] [[ένδυμα]] τών Περσών<br /><b>2.</b> μαρμάρινη [[σφαίρα]]<br /><b>3.</b> η [[ακτέα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη [[χρήση]] του θηλ. του επιθ. [[ἀκταῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκταία:''' ἡ [[актея]] (парадная одежда у персов) Democr.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκταία Medium diacritics: ἀκταία Low diacritics: ακταία Capitals: ΑΚΤΑΙΑ
Transliteration A: aktaía Transliteration B: aktaia Transliteration C: aktaia Beta Code: a)ktai/a

English (LSJ)

ας, ἡ, A a Persian state robe, Democr.Ephes.1. II marble mortar, Clearch.65; cf. ἀκτίτης. III baneberry, Actaea spicata, Plin.HN27.43.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ traje de ceremonias persa, Democr.Eph.1, Eust.1390.42.
-ας, ἡ
1 mortero Clearch.87, cf. ἀκτίτης.
2 bot. hierba de San Cristóbal, Actaea spicata L., Plin.HN 27.43, cf. ἀκταῖος.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = ἀκτέα, Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.

Russian (Dvoretsky)

ἀκταία:актея (парадная одежда у персов) Democr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκταία: -ας, ἡ, πολυτελέστατον Περσικὸν περίβλημα, ἐπίσημος στολή, Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 5251). ΙΙ. σφαῖρα ἐκ μαρμάρου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 648F. πρβλ. ἀκτίτης. ΙΙΙ. = ἀκτέα.

Greek Monolingual

ἀκταία, η (Α)
1. πολυτελές, επίσημο ένδυμα τών Περσών
2. μαρμάρινη σφαίρα
3. η ακτέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη χρήση του θηλ. του επιθ. ἀκταῖος.