ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
(6_5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[ἁμοῦ]], <i>adv.</i><br />en quelque manière ; [[ἁμοῦ]] γέ που LYS quelque part.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοῦ:''' атт. [[ἁμοῦ]] adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοῦ''': Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον [[μέρος]]» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: [[ἄλλοθι]] [[μηδὲ]] ἁμοῦ, εἰς κανὲν [[μέρος]], [[διόλου]], Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, [[ἁμοῖ]].
|lstext='''ἀμοῦ''': Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον [[μέρος]]» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: [[ἄλλοθι]] [[μηδὲ]] ἁμοῦ, εἰς κανὲν [[μέρος]], [[διόλου]], Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, [[ἁμοῖ]].
}}
{{grml
|mltxt=ἁμοῦ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῦ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
}}
}}

Latest revision as of 17:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.

French (Bailly abrégé)

att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοῦ: атт. ἁμοῦ adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.

Greek Monolingual

ἁμοῦ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῦ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.

Greek Monotonic

ἀμοῦ: Αττ. ἁμοῦ, επίρρ. του ἀμός (= τίς), ἀμοῦ γέ που, σε κάποιο μέρος ή σε άλλο, σε Λυσ.· πρβλ. ἀμόθεν, ἀμῆ, ἀμοῖ.