ἀμφηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />à double aviron, <i>càd</i> manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἐρέσσω]].
|btext=ή, όν :<br />à double aviron, <i>càd</i> manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἐρέσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφηρικός:''' [[с двумя рядами весел]], [[парновесельный]] ([[ἀκάτιον]] Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφηρικός:''' -ή, -όν, με [[κουπιά]] και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά [[κουπιά]], λέγεται για [[βάρκα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμφηρικός:''' -ή, -όν, με [[κουπιά]] και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά [[κουπιά]], λέγεται για [[βάρκα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφηρικός:''' [[с двумя рядами весел]], [[парновесельный]] ([[ἀκάτιον]] Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀμφήρης]]<br />rowed on [[both]] sides, worked by sculls, of a [[boat]], Thuc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀμφήρης]]<br />rowed on [[both]] sides, worked by sculls, of a [[boat]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφηρικός Medium diacritics: ἀμφηρικός Low diacritics: αμφηρικός Capitals: ΑΜΦΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: amphērikós Transliteration B: amphērikos Transliteration C: amfirikos Beta Code: a)mfhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἀμφήρης ΙΙ: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de remos en ambos lados, ἀκάτιον Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφηρικός: с двумя рядами весел, парновесельный (ἀκάτιον Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφήρης
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).

Greek Monotonic

ἀμφηρικός: -ή, -όν, με κουπιά και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά κουπιά, λέγεται για βάρκα, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀμφήρης
rowed on both sides, worked by sculls, of a boat, Thuc.