ἀνεμοσκεπής: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui abrite contre le vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], σκέπος. | |btext=ής, ές :<br />qui abrite contre le vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], σκέπος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεμοσκεπής:''' [[защищающий от ветра]] ([[χλαῖνα]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεμοσκεπής:''' -ές ([[σκέπη]]), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀνεμοσκεπής:''' -ές ([[σκέπη]]), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκέπη]]<br />[[sheltering]] from the [[wind]], Il. | |mdlsjtxt=[[σκέπη]]<br />[[sheltering]] from the [[wind]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, sheltering one from the wind, χλαῖναι Il.16.224.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que protege contra el viento χλαῖναι Il.16.224.
German (Pape)
[Seite 223] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui abrite contre le vent.
Étymologie: ἄνεμος, σκέπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμοσκεπής: защищающий от ветра (χλαῖνα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοσκεπής: -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.
English (Autenrieth)
ές (σκέπας): sheltering from the wind, Il. 16.224†.
Greek Monolingual
ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (Ομ.).
Greek Monotonic
ἀνεμοσκεπής: -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
σκέπη
sheltering from the wind, Il.