ἀνέτοιμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] nicht bereit, [[νήπιος]] ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] nicht bereit, [[νήπιος]] ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέτοιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неготовый]] Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[недостижимый]], [[неуловимый]] (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέτοιμος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[έτοιμος]], απροπαρασκεύαστος, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, [[ακάμωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέτοιμος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[έτοιμος]], απροπαρασκεύαστος, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, [[ακάμωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέτοιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неготовый]] Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[недостижимый]], [[неуловимый]] (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέτοιμος Medium diacritics: ἀνέτοιμος Low diacritics: ανέτοιμος Capitals: ΑΝΕΤΟΙΜΟΣ
Transliteration A: anétoimos Transliteration B: anetoimos Transliteration C: anetoimos Beta Code: a)ne/toimos

English (LSJ)

ον, A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. -ως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12. 2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inalcanzable τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.Fr.61.
2 no preparado, no dispuesto de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. AP 16.242 (Eryc.).
II adv. -ως sin estar preparado ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.Mith.12.

German (Pape)

[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).

Russian (Dvoretsky)

ἀνέτοιμος:
1) неготовый Polyb., Diod.;
2) недостижимый, неуловимый (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέτοιμος, -ον)
αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος
2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος
αρχ.
ανέφικτος, ακατόρθωτος.