ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans guide, sans maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἡγεμονεύω]].
|btext=ος, ον :<br />sans guide, sans maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἡγεμονεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγεμόνευτος:''' [[не имеющий руководителя]] ([[ἀδέσποτος]] καὶ ἀ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγεμόνευτος:''' [[не имеющий руководителя]] ([[ἀδέσποτος]] καὶ ἀ. Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡγεμονεύω]]<br />without [[leader]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ἡγεμονεύω]]<br />without [[leader]], Luc.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγεμόνευτος Medium diacritics: ἀνηγεμόνευτος Low diacritics: ανηγεμόνευτος Capitals: ΑΝΗΓΕΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anēgemóneutos Transliteration B: anēgemoneutos Transliteration C: anigemoneftos Beta Code: a)nhgemo/neutos

English (LSJ)

ον, without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de guía, ingobernado del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: , ἡγεμονεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγεμόνευτος: не имеющий руководителя (ἀδέσποτος καὶ ἀ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.

Greek Monotonic

ἀνηγεμόνευτος: -ον (ἡγεμονεύω), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡγεμονεύω
without leader, Luc.