ἀνουθέτητος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non blâmé, non averti.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νουθετέω]]. | |btext=ος, ον :<br />non blâmé, non averti.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νουθετέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνουθέτητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непредостереженный]], [[непредупрежденный]] Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> [[не слушающий никаких предупреждений]], [[неисправимый]] Dem., Men., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνουθέτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανεπίδεκτος]] νουθεσίας. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνουθέτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανεπίδεκτος]] νουθεσίας. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no admite consejos de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
•de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.
2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.
3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀ. ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.
4 subst. τὸ ἀ. lo incorregible Plu.2.283f.
German (Pape)
[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blâmé, non averti.
Étymologie: ἀ, νουθετέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνουθέτητος:
1) непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;
2) не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.