ἀνδραγάθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />belle action.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραγαθέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />belle action.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραγαθέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰγάθημα:''' ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰγάθημα:''' -ατος, τό, γενναίο [[κατόρθωμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνδρᾰγάθημα:''' -ατος, τό, γενναίο [[κατόρθωμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰγάθημα:''' ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]<br />a [[brave]] [[deed]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]<br />a [[brave]] [[deed]], Plut.
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραγάθημα Medium diacritics: ἀνδραγάθημα Low diacritics: ανδραγάθημα Capitals: ΑΝΔΡΑΓΑΘΗΜΑ
Transliteration A: andragáthēma Transliteration B: andragathēma Transliteration C: andragathima Beta Code: a)ndraga/qhma

English (LSJ)

ατος, τό, brave, manly deed, Str.1.2.8, Plu.Sert.10,IG14.951,Jul.Caes.329c, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1hazaña Str.1.2.8, Plu.Sert.10, Polyaen.1.18, IUrb.Rom.1.8, Iul.Caes.329c, PHaun.6.34 (II d.C.).
2 buena acción οὔτε θαρρεῖν ἀναγκαῖον ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν ἀνδραγαθημάτων οὔτ' ἀπογινώσκειν ἐπὶ τοῖς ἐπταισμένοις Nil.M.79.168A.
II virtud διὰ τοῦτο καὶ ἄνθρωπος γέγονε Χριστός, ἐξ ἀ. τούτου τυχών Origenes Princ.2.6.4, Παμβὼ εἶχε μὲν ἀνδραγαθήματα ... πλεῖστα Pall.H.Laus.10.1.

German (Pape)

[Seite 216] τό, tapfere That, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρθωμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
belle action.
Étymologie: ἀνδραγαθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγάθημα: ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναία πρᾶξις, Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει κατόρθωμα.

Greek Monolingual

το (Α ἀνδραγάθημα)
η γενναία πράξη, το κατόρθωμα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναίο κατόρθωμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἀγαθός
a brave deed, Plut.