ἀνυστικός: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ [[χρήσιμος]] Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ [[χρήσιμος]] Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστικός:''' Arst., Polyb. = [[ἀνυστός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]].
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστικός:''' Arst., Polyb. = [[ἀνυστός]].
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠστικός Medium diacritics: ἀνυστικός Low diacritics: ανυστικός Capitals: ΑΝΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anystikós Transliteration B: anystikos Transliteration C: anystikos Beta Code: a)nustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, effective, practical, Arist.Phgn.813a4; τὸ ἀ. D.H.Vett.Cens.5.2: Comp. -ώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] Rh.p.182H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
efectivo, práctico τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.Phgn.813a4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.Rh.p.182
subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.Imit.6.5.p.211.

German (Pape)

[Seite 267] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ χρήσιμος Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυστικός: Arst., Polyb. = ἀνυστός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυστικός: -ή, -όν, συντελεστικός, ἀποτελεσματικός, μεγάλως συντελῶν, ταχύς, ὁρμητικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. ἀνυτικός.

Greek Monolingual

ἀνυστικός, -ή, -όν (Α) ανυστός
αποτελεσματικός, συντελεστικός.