ἀοιδομάχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dispute le prix du chant <i>ou</i> de la poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[μάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui dispute le prix du chant <i>ou</i> de la poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[μάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδομάχος:''' [[состязающийся в песнях]] (λογολέσχαι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀοιδομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το [[περιεχόμενο]] ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την [[ερμηνεία]] των στίχων, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀοιδομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το [[περιεχόμενο]] ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την [[ερμηνεία]] των στίχων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδομάχος:''' [[состязающийся в песнях]] (λογολέσχαι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with verses, Anth.
|mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with verses, Anth.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδομάχος Medium diacritics: ἀοιδομάχος Low diacritics: αοιδομάχος Capitals: ΑΟΙΔΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: aoidomáchos Transliteration B: aoidomachos Transliteration C: aoidomachos Beta Code: a)oidoma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with verses, λογολέσχαι AP11.140 (Lucill.).

Spanish (DGE)

-ον
que compite con versos τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀ. λογολέσχαις AP 11.140 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 272] mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dispute le prix du chant ou de la poésie.
Étymologie: ἀοιδή, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδομάχος: состязающийся в песнях (λογολέσχαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ γραμματικῶν, ὁ ἐρίζων περὶ λέξεων καὶ στίχων ποιητικῶν, «τούτοις τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀοιδομάχοις λογολέσχαις, τοῖς ἀπ’ Ἀριστάρχου… σήμερον οὐ δειπνῶ μῆνιν ἄειδε θεὰ» Ἀνθ. Π. 11. 140.

Greek Monolingual

ἀοιδομάχος, ο (Α)
(για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών.

Greek Monotonic

ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το περιεχόμενο ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την ερμηνεία των στίχων, σε Ανθ.

Middle Liddell

μάχομαι
fighting with verses, Anth.