ἀπερυθριάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερυθριάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[терять красноту]]: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;<br /><b class="num">2)</b> [[терять способность краснеть]], [[становиться бесстыдным]] Arph., Men., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερυθριάω:''' μέλ. -άσω [ᾱσω], [[παραμερίζω]] την [[ντροπή]], τη [[βάζω]] στην [[άκρη]], δεν [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπερυθριάω:''' μέλ. -άσω [ᾱσω], [[παραμερίζω]] την [[ντροπή]], τη [[βάζω]] στην [[άκρη]], δεν [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερυθριάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[терять красноту]]: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;<br /><b class="num">2)</b> [[терять способность краснеть]], [[становиться бесстыдным]] Arph., Men., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to put [[away]] blushes, to be [[past]] [[blushing]], Ar.
|mdlsjtxt=<br />to put [[away]] blushes, to be [[past]] [[blushing]], Ar.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερυθριάω Medium diacritics: ἀπερυθριάω Low diacritics: απερυθριάω Capitals: ΑΠΕΡΥΘΡΙΑΩ
Transliteration A: aperythriáō Transliteration B: aperythriaō Transliteration C: aperythriao Beta Code: a)peruqria/w

English (LSJ)

A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10. 2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.

Spanish (DGE)

1 de pers. no ruborizarse, perder la vergüenza κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas Ar.Nu.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.Fr.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.Iud.Voc.8, Lib.Decl.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.Or.9.196d
tard. c. inf. no avergonzarse de πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.Haer.7.11.
2 de partes del cuerpo dejar de estar enrojecido, desenrojecer δέομαι Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερυθριάω:
1) терять красноту: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;
2) терять способность краснеть, становиться бесстыдным Arph., Men., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.

Greek Monotonic

ἀπερυθριάω: μέλ. -άσω [ᾱσω], παραμερίζω την ντροπή, τη βάζω στην άκρη, δεν κοκκινίζω από ντροπή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to put away blushes, to be past blushing, Ar.