ἀποδιοπομπέομαι: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br />détourner par l'assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Διός]], [[πομπή]]. | |btext=-οῦμαι;<br />détourner par l'assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Διός]], [[πομπή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδιοπομπέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отвращать опасность посредством жертвоприношения Зевсу]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[отвергать]], [[отклонять]], [[отбрасывать прочь]], [[удалять от себя]] (τι и τινα [[ὥσπερ]] κῆρας ἐπαγωγίμους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[подвергать]] (ритуальному) очищению Lys., Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ. (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]), [[αποτρέπω]] επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον [[Δία]], [[εξορκίζω]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ. (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]), [[αποτρέπω]] επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον [[Δία]], [[εξορκίζω]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]<br />Dep. to [[avert]] threatened evils by offerings to [[Zeus]], to [[conjure]] [[away]], Plat. | |mdlsjtxt=[ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]<br />Dep. to [[avert]] threatened evils by offerings to [[Zeus]], to [[conjure]] [[away]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. -ήσομαι (in pass. sense, Themist.Ep.4.5; act. form in Eust.1935.12):—A escort out of the city the δῖον κῴδιον (v. κῴδιον): hence generally, conjure away, Pl.Cra.396e, Onos.5, Ph.1.239, Lib.Decl.15.34; μετ' εὐπρεπείας τοὺς φιλοσόφους ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22; τινὰς τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.Thras.37. 2 generally, set aside, waive, τὸ προβληθέν Ath.9.401b, cf. Theo Sm. p.200H. II καθήρασθαι καὶ ἀ. τὸν οἶκον free it from pollution, Pl. Lg.877e; πόλιν καθαίρειν καὶ ἀ. Lys.6.53.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. act. Eust.1935.12]
I 1conjurar, apartar por medio de conjuros c. ac. αὐτήν Pl.Cra.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.Decl.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.Ra.1340
•c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.Lg.900b
•c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877
•c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127
•abs. Ph.1.239, cf. Hsch.
•en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.Ep.4.5.
2 en gener. apartar, rechazar τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.Prouid.M.66.1225B.
II librar de una mancha, purificar τὸν οἶκον Pl.Lg.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
détourner par l'assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.
Étymologie: ἀπό, Διός, πομπή.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδιοπομπέομαι:
1) отвращать опасность посредством жертвоприношения Зевсу Plat.;
2) отвергать, отклонять, отбрасывать прочь, удалять от себя (τι и τινα ὥσπερ κῆρας ἐπαγωγίμους Plut.);
3) подвергать (ритуальному) очищению Lys., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιοπομπέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, Διός, πομπή): - ἀποτρέπω ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου Διός, ἱλάσκομαι: - ἐντεύθεν καθόλου, δι’ ἀρῶν ἀποδιώκω, ἀποτρέπω, ἐξορκίζω, Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ μετὰ βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D (ἔνθα ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ μέρος, παρέρχομαι, ὅ δ’ οὐ σφόδρα φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.
Greek Monotonic
ἀποδιοπομπέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ. (ἀπό, Διός, πομπή), αποτρέπω επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον Δία, εξορκίζω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[ἀπό, Διός, πομπή
Dep. to avert threatened evils by offerings to Zeus, to conjure away, Plat.