ἀποδημητικός: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui voyage à l'étranger;<br /><b>2</b> qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδημέω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui voyage à l'étranger;<br /><b>2</b> qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδημέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδημητικός:''' [[странствующий на чужбине]]: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδημητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· [[παράστασις]] ἀποδημητική, [[εξορία]] στα [[ξένα]], δηλ. [[εξοστρακισμός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀποδημητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· [[παράστασις]] ἀποδημητική, [[εξορία]] στα [[ξένα]], δηλ. [[εξοστρακισμός]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from ἀδημέω]<br />[[fond]] of travelling: [[παράστασις]] ἀπ. [[banishment]] to [[foreign]] parts, i. e. [[ostracism]], Arist. | |mdlsjtxt=[from ἀδημέω]<br />[[fond]] of travelling: [[παράστασις]] ἀπ. [[banishment]] to [[foreign]] parts, i. e. [[ostracism]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, fond of wandering or fond of travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀποδημητική = banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
•fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui voyage à l'étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητικός: странствующий на чужбине: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.
Greek Monotonic
ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀδημέω]
fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.