ἀπόκνισμα: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />écorchure ; rognure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκνίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />écorchure ; rognure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκνίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόκνισμα:''' ατος τό щепотка, кусочек Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόκνισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό [[κομματάκι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀπόκνισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό [[κομματάκι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποκνίζω]]<br />that [[which]] is nipt off, a [[little]] bit, Ar. | |mdlsjtxt=[from [[ἀποκνίζω]]<br />that [[which]] is nipt off, a [[little]] bit, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.
German (Pape)
[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκνισμα: ατος τό щепотка, кусочек Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
Greek Monolingual
ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.
Greek Monotonic
ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.