ἀπόβρεγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />infusion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρέχω]].
|btext=ατος (τό) :<br />infusion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόβρεγμα:''' ατος τό настой, отвар Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρεγμα]])<br />[[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί [[σπόρος]] φυτού.
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρεγμα]])<br />[[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί [[σπόρος]] φυτού.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόβρεγμα:''' ατος τό настой, отвар Plut.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρεγμα Medium diacritics: ἀπόβρεγμα Low diacritics: απόβρεγμα Capitals: ΑΠΟΒΡΕΓΜΑ
Transliteration A: apóbregma Transliteration B: apobregma Transliteration C: apovregma Beta Code: a)po/bregma

English (LSJ)

ατος, τό, infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas ἀσταφίδος ἀπόβρεγμα Hp.Nat.Mul.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.CA 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infusion.
Étymologie: ἀπό, βρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβρεγμα: ατος τό настой, отвар Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρεγμα: -ατος, το, ἔγχυμα, ἀπόβρεγμα παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρεγμα)
νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.