Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fendu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]].
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fendu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρώξ:''' ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, [[άθικτος]], [[αρραγής]], γερός, <i>γῆ</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, [[άθικτος]], [[αρραγής]], γερός, <i>γῆ</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρώξ:''' ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]<br />without [[cleft]] or [[breach]], [[unbroken]], γῆ Soph.
|mdlsjtxt=[[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]<br />without [[cleft]] or [[breach]], [[unbroken]], γῆ Soph.
}}
}}

Revision as of 18:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρώξ Medium diacritics: ἀρρώξ Low diacritics: αρρώξ Capitals: ΑΡΡΩΞ
Transliteration A: arrṓx Transliteration B: arrōx Transliteration C: arroks Beta Code: a)rrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, without cleft or breach, unbroken, γῆ S.Ant.251: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 no roturado, no arado γῆ S.Ant.251, cf. Hsch.
2 que no se puede romper ὅπλα S.Fr.156.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ, τό)
non fendu.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρώξ: ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, ἀρραγής, ἄνευ ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.

Greek Monolingual

ἀρρώξ, ο, η (Α)
αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώξ (-ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»].

Greek Monotonic

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (ῥήγνυμι, ἔρρωγα), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, άθικτος, αρραγής, γερός, γῆ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥήγνυμι, ἔρρωγα
without cleft or breach, unbroken, γῆ Soph.