ἀποσκλῆναι: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκλῆναι:''' inf. aor. 2 к [[ἀποσκέλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκλῆναι:''' inf. aor. 2 к [[ἀποσκέλλομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[as if from *ἀπόσκλημι (cf. [[σκέλλω]]),]<br />to be dried up, to [[wither]], Ar.; so perf. [[ἀπέσκληκα]] Luc.; fut. ἀποσκλήσω Anth.
|mdlsjtxt=[as if from *ἀπόσκλημι (cf. [[σκέλλω]]),]<br />to be dried up, to [[wither]], Ar.; so perf. [[ἀπέσκληκα]] Luc.; fut. ἀποσκλήσω Anth.
}}
}}

Revision as of 18:23, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκλῆναι Medium diacritics: ἀποσκλῆναι Low diacritics: αποσκλήναι Capitals: ΑΠΟΣΚΛΗΝΑΙ
Transliteration A: aposklē̂nai Transliteration B: aposklēnai Transliteration C: aposklinai Beta Code: a)posklh=nai

English (LSJ)

aor. 2 inf. of Αποσκέλλω (cf. σκέλλω), to be dried up, wither, Ar.V.160: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Luc.DMort.27.7: and abs., ἀπέσκλη died of starvation, Men.Her.30: fut. ἀποσκλήσῃ AP11.37 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀποσκέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκλῆναι: inf. aor. 2 к ἀποσκέλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκλῆναι: ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - οὕτως ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· ἀλλά, ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν πρός τι, διακεῖσθαι σκληρῶς ἐναντίον τινός, Συνέσ. 275C.

Greek Monotonic

ἀποσκλῆναι: απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. ἀπέσκληκα, σε Λουκ.· μέλ. ἀποσκλήσω, σε Ανθ.

Middle Liddell

[as if from *ἀπόσκλημι (cf. σκέλλω),]
to be dried up, to wither, Ar.; so perf. ἀπέσκληκα Luc.; fut. ἀποσκλήσω Anth.