ἀρτιμαθής: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui vient d'apprendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[μανθάνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui vient d'apprendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[μανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτιμᾰθής:''' [[недавно узнавший]] (κακῶν ἔκ τινος Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτιμᾰθής:''' -ές ([[μαθεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έχει μάθει [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀρτιμᾰθής:''' -ές ([[μαθεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έχει μάθει [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μαθεῖν]]<br />having [[just]] learnt a [[thing]], c. gen., Eur. | |mdlsjtxt=[[μαθεῖν]]<br />having [[just]] learnt a [[thing]], c. gen., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, having just learnt, κακῶν E.Hec.687; λογικῆς θεωρίας Gal.11.466: abs., beginner, Sor.1.4, cf. Longus 3.20.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐμᾰθής) -ές
1 recién aprendido νόμος E.Hec.687, σελίδες SEG 28.541.16 (Macedonia, heleníst.).
2 de pers. principiante A.D.Synt.29.4, cf. Longus 3.20, Sor.5.6
•c. gen. λογικῆς θεωρίας Gal.11.466
•poco instruido Didym.Gen.246.5.
German (Pape)
[Seite 362] ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui vient d'apprendre, gén..
Étymologie: ἄρτι, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιμᾰθής: недавно узнавший (κακῶν ἔκ τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιμᾰθής: -ές, ὁ ἄρτι μαθών τι, ἀρτιμαθὴς κακῶν Εὐρ. Ἐκ. 687· ἀπολ., Λόγγ. 3. 20.
Greek Monolingual
ἀρτιμαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο
2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μαθής < μανθάνω.
Greek Monotonic
ἀρτιμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που μόλις έχει μάθει κάτι, με γεν., σε Ευρ.