ἀστρογείτων: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />voisin des astres.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστρον]], [[γείτων]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />voisin des astres.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστρον]], [[γείτων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστρογείτων:''' 2, gen. ονος близкий к звездам, упирающийся в звезды (κορυφαί Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστρογείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀστρογείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, near the stars, κορυφαί A.Pr.721.
Spanish (DGE)
-ον gen. -ονος
vecino de las estrellas κορυφαί A.Pr.721, cf. Eust.1390.21.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
voisin des astres.
Étymologie: ἄστρον, γείτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρογείτων: 2, gen. ονος близкий к звездам, упирающийся в звезды (κορυφαί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρογείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ γειτνιάζων τοῖς ἀστράσι, ἀστρογείτονας… κορυφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 721.
Greek Monolingual
ἀστρογείτων, -ον (Α)
αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο πανύψηλος.
Greek Monotonic
ἀστρογείτων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
near the stars, Aesch.