ἁμαξουργός: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμαξουργός:''' ὁ Arph. = [[ἁμαξοπηγός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμαξουργός:''' -όν ([[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]), = [[ἁμαξοπηγός]], <i>ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἁμαξουργός:''' -όν ([[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]), = [[ἁμαξοπηγός]], <i>ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]<br />= [[ἁμαξοπηγός]]<br />ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to [[talk]] cartwrights' [[slang]], Ar. | |mdlsjtxt=[[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]<br />= [[ἁμαξοπηγός]]<br />ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to [[talk]] cartwrights' [[slang]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν talk cartwrights' slang, Ar.Eq. 464.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
constructor de carros, carrero σὺ δ' οὐδὲν ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγεις; ¿no dices nada en la jerga de los carreros? Ar.Eq.464.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξουργός: ὁ Arph. = ἁμαξοπηγός.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξουργός: -όν, (*ἔργω) = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
Greek Monolingual
ο (Α ἁμαξουργός)
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός
αρχ.
φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ουργός < ἔργον.
ΠΑΡ. αμαξουργία
νεοελλ.
αμαξουργείο].
Greek Monotonic
ἁμαξουργός: -όν (ἅμαξα, *ἔργω), = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, μιλώ τη γλώσσα των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἅμαξα, *ἔργω
= ἁμαξοπηγός
ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to talk cartwrights' slang, Ar.