ἁμαξουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξουργός:''' ὁ Arph. = [[ἁμαξοπηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξουργός:''' -όν ([[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]), = [[ἁμαξοπηγός]], <i>ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἁμαξουργός:''' -όν ([[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]), = [[ἁμαξοπηγός]], <i>ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξουργός:''' ὁ Arph. = [[ἁμαξοπηγός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]<br />= [[ἁμαξοπηγός]]<br />ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to [[talk]] cartwrights' [[slang]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]<br />= [[ἁμαξοπηγός]]<br />ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to [[talk]] cartwrights' [[slang]], Ar.
}}
}}

Revision as of 18:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξουργός Medium diacritics: ἁμαξουργός Low diacritics: αμαξουργός Capitals: ΑΜΑΞΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hamaxourgós Transliteration B: hamaxourgos Transliteration C: amaksourgos Beta Code: a(macourgo/s

English (LSJ)

όν, = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν talk cartwrights' slang, Ar.Eq. 464.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
constructor de carros, carrero σὺ δ' οὐδὲν ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγεις; ¿no dices nada en la jerga de los carreros? Ar.Eq.464.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξουργός: ὁ Arph. = ἁμαξοπηγός.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξουργός: -όν, (*ἔργω) = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.

Greek Monolingual

ο (Α ἁμαξουργός)
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός
αρχ.
φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ουργός < ἔργον.
ΠΑΡ. αμαξουργία
νεοελλ.
αμαξουργείο].

Greek Monotonic

ἁμαξουργός: -όν (ἅμαξα, *ἔργω), = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, μιλώ τη γλώσσα των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἅμαξα, *ἔργω
= ἁμαξοπηγός
ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to talk cartwrights' slang, Ar.