ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non touché, intact;<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψαύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non touché, intact;<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψαύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄψαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нетронутый]], [[невредимый]] (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[не прикоснувшийся]]: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> [[неприкосновенный]], [[запретный]] ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄψαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нетронутый]], [[невредимый]] (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[не прикоснувшийся]]: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> [[неприкосновенный]], [[запретный]] ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph.
|mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph.
}}
}}

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψαυστος Medium diacritics: ἄψαυστος Low diacritics: άψαυστος Capitals: ΑΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápsaustos Transliteration B: apsaustos Transliteration C: apsafstos Beta Code: a)/yaustos

English (LSJ)

ον, A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).

Spanish (DGE)

-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: , ψαύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄψαυστος:
1) нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2) не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3) неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.

Greek Monotonic

ἄψαυστος: -ον (ψαύω
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.