ἐκχύτης: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκχύτης:''' ου ὁ расточитель, мот Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ἐκχέω]]), [[άσωτος]], αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐκχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ἐκχέω]]), [[άσωτος]], αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκχύτης:''' ου ὁ расточитель, мот Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκχῠ́της, ου, [[ἐκχέω]]<br />a spendthrift, Luc.
|mdlsjtxt=ἐκχῠ́της, ου, [[ἐκχέω]]<br />a spendthrift, Luc.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχύτης Medium diacritics: ἐκχύτης Low diacritics: εκχύτης Capitals: ΕΚΧΥΤΗΣ
Transliteration A: ekchýtēs Transliteration B: ekchytēs Transliteration C: ekchytis Beta Code: e)kxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24. 2 drain, Gloss.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 derrochón, manirroto op. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.

German (Pape)

[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχύτης: ου ὁ расточитель, мот Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.

Greek Monolingual

ἐκχύτης, ο (Α)
1. σπάταλος, άσωτος
2. οχετός, διώρυγα.

Greek Monotonic

ἐκχύτης: [ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐκχῠ́της, ου, ἐκχέω
a spendthrift, Luc.