ἐκκρουστικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser, à repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρούω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser, à repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρουστικός:''' [[выталкивающий]], [[изгоняющий]]: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρουστικός:''' [[выталкивающий]], [[изгоняющий]]: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρουστικός Medium diacritics: ἐκκρουστικός Low diacritics: εκκρουστικός Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkroustikós Transliteration B: ekkroustikos Transliteration C: ekkroustikos Beta Code: e)kkroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

German (Pape)

[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρουστικός: выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.