ἐλελίχθων: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui ébranle la terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλελίζω]]¹, [[χθών]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui ébranle la terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλελίζω]]¹, [[χθών]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλελίχθων:''' 2, gen. ονος сотрясающий землю ([[Ποσειδάων]] Pind.; [[Βάκχος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλελίχθων:''' -ον ([[ἐλελίζω]] Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐλελίχθων:''' -ον ([[ἐλελίζω]] Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλελίχθων:''' 2, gen. ονος сотрясающий землю ([[Ποσειδάων]] Pind.; [[Βάκχος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐλελίζω1]<br />[[shaking]] the [[earth]], Soph.
|mdlsjtxt=[ἐλελίζω1]<br />[[shaking]] the [[earth]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλελίχθων Medium diacritics: ἐλελίχθων Low diacritics: ελελίχθων Capitals: ΕΛΕΛΙΧΘΩΝ
Transliteration A: elelíchthōn Transliteration B: elelichthōn Transliteration C: elelichthon Beta Code: e)leli/xqwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἐλελίζω *a) earth-shaking, τετραορία Pi.P.2.4; Ἐλέλιχθον, i.e. Poseidon, ib.6.50:—in S.Ant.153 Dionysus is called ὁ Θήβας ἐ. because the ground shook beneath the feet of his dancing bands.

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος
que sacude la tierra τετραορία Pi.P.2.4, epít. de Posidón, Pi.P.6.50, ὁ Θήβας ἐ. el que sacude Tebas, e.e., Dioniso por las danzas de las Bacantes, S.Ant.154.
• Etimología: De ἐλελίζω y χθών.

German (Pape)

[Seite 795] ονος, ὁ, erderschütternd, Poseidon, Pind. P. 6, 50; τετραορία 2, 4; Βάκχος Θήβας ἐλ. Soph. Ant. 154, der das Land erschüttert, wobei an die bacchischen Reigen zu denken, schlechtere Lesart ἐλελίζων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ébranle la terre.
Étymologie: ἐλελίζω¹, χθών.

Russian (Dvoretsky)

ἐλελίχθων: 2, gen. ονος сотрясающий землю (Ποσειδάων Pind.; Βάκχος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλελίχθων: -ον, (ἐλελίζω Α) ὁ σείων τὴν γῆν, τετραορία Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, αὐτόθι 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ Βάκχος καλεῖται ὁ Θήβας ἐλελίχθων, ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν αὐτοῦ, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 1, καὶ τὸν Spanh. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἐλελίχθων, ο (Α)
1. αυτός που σείει τη γη
2. επίθ. του Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και του Βάκχου του οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη.

Greek Monotonic

ἐλελίχθων: -ον (ἐλελίζω Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.

Middle Liddell

[ἐλελίζω1]
shaking the earth, Soph.