ἐμπεριγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]].
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριγράφω Medium diacritics: ἐμπεριγράφω Low diacritics: εμπεριγράφω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: emperigráphō Transliteration B: emperigraphō Transliteration C: emperigrafo Beta Code: e)mperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], comprehend in a thing, v.l. for συμπεριγράφω, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.

Spanish (DGE)

circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.

German (Pape)

[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.

Greek Monolingual

ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.