ἐλευθερωτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθερωτής:''' οῦ ὁ [[освободитель]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθερωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, [[απελευθερωτής]], [[σωτήρας]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐλευθερωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, [[απελευθερωτής]], [[σωτήρας]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθερωτής:''' οῦ ὁ [[освободитель]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐλευθερωτής]], οῦ, [from [[ἐλευθέρωσις]]<br />a [[liberator]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ἐλευθερωτής]], οῦ, [from [[ἐλευθέρωσις]]<br />a [[liberator]], Luc.
}}
}}

Revision as of 19:12, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερωτής Medium diacritics: ἐλευθερωτής Low diacritics: ελευθερωτής Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Transliteration A: eleutherōtḗs Transliteration B: eleutherōtēs Transliteration C: eleftherotis Beta Code: e)leuqerwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.

German (Pape)

[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.

Greek Monotonic

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.