ἐμπικραίνομαι: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπικραίνομαι:''' [[быть раздраженным]], [[рассерженным]] (τινι Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπικραίνομαι]] (AM)<br /><b>(απολ.)</b> πικραίνομαι, θλίβομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[πικρία]] ή [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) επιδεινώνομαι. | |mltxt=[[ἐμπικραίνομαι]] (AM)<br /><b>(απολ.)</b> πικραίνομαι, θλίβομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[πικρία]] ή [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) επιδεινώνομαι. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Med. or Pass., to be bitter against, τινί Hdt.5.62, D.C.47.8: abs., Eus.Mynd.54; of disease, become virulent, J.AJ 17.6.5.
Spanish (DGE)
1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.AI 17.168.
German (Pape)
[Seite 812] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπικραίνομαι: быть раздраженным, рассерженным (τινι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπικραίνομαι: μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.
Greek Monolingual
ἐμπικραίνομαι (AM)
(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι
αρχ.
1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου
2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.
Middle Liddell
[ἐν, πικρός
Mid. or Pass. to be bitter against a person, c. dat., Hdt.
Greek Monotonic
(ἐν, πικρός), Μέσ. ή Παθ., πικραίνομαι, οργίζομαι, με δοτ., σε Ηρόδ.