ἐντεσιεργός: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui travaille harnaché.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντος]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui travaille harnaché.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντος]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐντεσιεργός:''' работающий в сбруе, т. е. упряжной ([[ἡμίονος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐντεσι-εργός, όν [[ἔργον]]<br />[[working]] in [[harness]], ἡμίονοι ἐντ. [[draught]]- mules, Il. | |mdlsjtxt=ἐντεσι-εργός, όν [[ἔργον]]<br />[[working]] in [[harness]], ἡμίονοι ἐντ. [[draught]]- mules, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.
Spanish (DGE)
-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.
German (Pape)
[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἐντεσιεργός: работающий в сбруе, т. е. упряжной (ἡμίονος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
Greek Monolingual
ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐντεσι-εργός, όν ἔργον
working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.