ἐμπλόκιον: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de tresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλοκή]].
|btext=ου (τό) :<br />sorte de tresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλοκή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλόκιον:''' τό [[эмплокий]] (род женской прически) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπλόκιον]], το και [[ἐμπλόκια]], τα (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>2.</b> κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους [[κατά]] την [[κόμμωση]].
|mltxt=[[ἐμπλόκιον]], το και [[ἐμπλόκια]], τα (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>2.</b> κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους [[κατά]] την [[κόμμωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλόκιον:''' τό [[эмплокий]] (род женской прически) Plut.
}}
}}

Revision as of 19:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλόκιον Medium diacritics: ἐμπλόκιον Low diacritics: εμπλόκιον Capitals: ΕΜΠΛΟΚΙΟΝ
Transliteration A: emplókion Transliteration B: emplokion Transliteration C: emplokion Beta Code: e)mplo/kion

English (LSJ)

τό, A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d. 2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.

Spanish (DGE)

-ου, τό
broche o pasador para el pelo, Macho 257, BGU 1300.24 (III/II a.C.), LXX Ex.35.22, Is.3.18, 20, Plu.Phoc.19, Sm.Ca.7.5.

German (Pape)

[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλόκιον: τό эмплокий (род женской прически) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).

Greek Monolingual

ἐμπλόκιον, το και ἐμπλόκια, τα (Α)
1. τρόπος κόμμωσης
2. κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους κατά την κόμμωση.