ἐπισπερχής: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπερχής:''' [[стремительный]], [[поспешный]], [[торопливый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπερχής:''' -ές, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]· επίρρ. <i>-χῶς</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπισπερχής:''' -ές, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]· επίρρ. <i>-χῶς</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπερχής:''' [[стремительный]], [[поспешный]], [[торопливый]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπισπερχής]], ές<br />[[hasty]], [[hurried]]: adv. -χῶς, Xen. [from [[ἐπισπέρχω]]
|mdlsjtxt=[[ἐπισπερχής]], ές<br />[[hasty]], [[hurried]]: adv. -χῶς, Xen. [from [[ἐπισπέρχω]]
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπερχής Medium diacritics: ἐπισπερχής Low diacritics: επισπερχής Capitals: ΕΠΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: episperchḗs Transliteration B: episperchēs Transliteration C: episperchis Beta Code: e)pisperxh/s

English (LSJ)

ές, hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv.-χῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.

German (Pape)

[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπερχής: стремительный, поспешный, торопливый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».

Greek Monolingual

ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ἐπισπερχής: -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπισπερχής, ές
hasty, hurried: adv. -χῶς, Xen. [from ἐπισπέρχω