ἐπιστολικός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, zum Briefe gehörig, brieflich, λόγοι D. Hal. iud. de Lys. 1. 3, öfter bei Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, zum Briefe gehörig, brieflich, λόγοι D. Hal. iud. de Lys. 1. 3, öfter bei Rhett. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστολικός:''' [[составленный в форме писем]], [[написанный в эпистолярном стиле]] (ἀποδείξεις Arst.; βιβλία Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστολικός]], -ή, -όν) [[επιστολή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστολή]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[επιστολή]], [[χρήσιμος]] για [[αλληλογραφία]] («[[επιστολικός]] [[χάρτης]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε [[επιστολή]] («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς [[χαρακτήρ]]»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστολικός]], -ή, -όν) [[επιστολή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστολή]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[επιστολή]], [[χρήσιμος]] για [[αλληλογραφία]] («[[επιστολικός]] [[χάρτης]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε [[επιστολή]] («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς [[χαρακτήρ]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, suited to a letter, Arist.Fr.670; in the style of letters, λόγοι D.H.Lys.1.3; as book-title, Gal.8.150, D.L.10.25, prob. cj. in Sor.2.53; χαρακτήρ Demetr.Eloc.223, Ap.Ty.Ep.19. Adv. ἐπιστολ-κῶς Demetr.Eloc.233.
German (Pape)
[Seite 985] ή, όν, zum Briefe gehörig, brieflich, λόγοι D. Hal. iud. de Lys. 1. 3, öfter bei Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστολικός: составленный в форме писем, написанный в эпистолярном стиле (ἀποδείξεις Arst.; βιβλία Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολικός: -ή, -όν, κατάλληλος δι’ ἐπιστολήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 620 ἔχων ὕφος ἐπιστολῆς, λόγοι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 1. 3· βιβλία Διογ. Λ. 10. 25· χαρακτὴρ Δημ. Φαληρ. 223.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) επιστολή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή
2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης»)
3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).