ἑλκυσμός: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλκύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλκύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλκυσμός:''' ὁ притяжение: [[διάκενος]] ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ [[φανταστικόν]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]]. | |mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A attraction; especially of idle fancy, διάκενος ἑ. Chrysipp.Stoic.2.22, cf.Ph.1.151 (pl.). II dragging, in plural,Anon.Fig.p.156 S.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 atracción, atractivo φανταστικὸν δέ ἐστι διάκενος ἑλκυσμός lo fantástico es una atracción vacía de contenido Chrysipp.Stoic.2.22, cf. Nemes.Nat.Hom.6, <λογισμοὶ> ἑλκυσμοὺς καὶ σπασμοὺς ἐνδιδόντες Ph.1.151.
2 acción de arrastrar, arrastre τοῦ Ἕκτορος Phot.α 2835, Eust.1276.1, 17, como una forma de tortura, Chrys.M.58.591, c. gen. τοῦ δίφρου Anon.Fig.156.23, ἐν τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος ref. a una serpiente, Sch.Nic.Th.161, cf. Aq.Ex.19.13; cf. ἑλκηθμός, ἑλκυθμός.
German (Pape)
[Seite 799] ὁ, das Ziehen, = ἕλκυσις, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tirer.
Étymologie: ἑλκύω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκυσμός: ὁ притяжение: διάκενος ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ φανταστικόν).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκυσμός: ὁ, = ἑλκηθμός, Φίλων 1. 151, Πλούτ. 2. 900Ε.
Greek Monolingual
ο (AM ἑλκυσμός)
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ελκτική δύναμη για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια
2. η ροή τών αερίων καύσης μέσα από καπνοδόχο
αρχ.-μσν.
1. έλξη, τράβηγμα
2. απαγωγή.