ἑπτάπορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à sept directions, à sept étoiles <i>en parl. des Pléiades</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br />à sept directions, à sept étoiles <i>en parl. des Pléiades</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[πόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑπτάπορος:''' [[имеющий семь путей]], [[семидорожный]] ([[τείρεα]] HH; Πλεϊάς Eur. и Πλεϊάδες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑπτάπορος:''' -ον, αυτός που έχει [[εφτά]] περάσματα, λέγεται για τις [[Πλειάδες]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἑπτάπορος:''' -ον, αυτός που έχει [[εφτά]] περάσματα, λέγεται για τις [[Πλειάδες]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑπτάπορος:''' [[имеющий семь путей]], [[семидорожный]] ([[τείρεα]] HH; Πλεϊάς Eur. и Πλεϊάδες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-πορος, ον<br />with [[seven]] paths, of the Pleiads, Eur.
|mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-πορος, ον<br />with [[seven]] paths, of the Pleiads, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάπορος Medium diacritics: ἑπτάπορος Low diacritics: επτάπορος Capitals: ΕΠΤΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: heptáporos Transliteration B: heptaporos Transliteration C: eptaporos Beta Code: e(pta/poros

English (LSJ)

ον, with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or.1005 (both anap.); Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.

German (Pape)

[Seite 1013] mit sieben Bahnen, die Plejaden, H. h. 7, 7; Eur. I. A. 7 Or. 1005; Antp. Sid. 51 (VII, 7481; sieben Ausflüsse habend, der Nil, Nonn. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à sept directions, à sept étoiles en parl. des Pléiades.
Étymologie: ἑπτά, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάπορος: имеющий семь путей, семидорожный (τείρεα HH; Πλεϊάς Eur. и Πλεϊάδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπορος: -ον, ἔχων ἐπτὰ πορείας, ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· ἐπὶ Πλειάδων, Εὐρ. Ι Α. 7, Ρῆσ. 529, Ὀρ. 1005· Πληϊὰς ἑπτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἐπὶ τοῦ Νείλου, Μόσχ. 2. 51, Διον. Π. 264.

Greek Monolingual

ἑπτάπορος, -ον (Α)
1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες
2. (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)
3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.

Greek Monotonic

ἑπτάπορος: -ον, αυτός που έχει εφτά περάσματα, λέγεται για τις Πλειάδες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑπτά-πορος, ον
with seven paths, of the Pleiads, Eur.