ἔγχρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />crachat jeté par mépris sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχρέμπτομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />crachat jeté par mépris sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχρέμπτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχρεμμα:''' ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχρεμμα]], το (Α)<br />[[αποβολή]] σάλιου και φλέματος.
|mltxt=[[ἔγχρεμμα]], το (Α)<br />[[αποβολή]] σάλιου και φλέματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχρεμμα:''' ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχρεμμα Medium diacritics: ἔγχρεμμα Low diacritics: έγχρεμμα Capitals: ΕΓΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: énchremma Transliteration B: enchremma Transliteration C: egchremma Beta Code: e)/gxremma

English (LSJ)

ατος, τό, spitting, in plural, Plu.2.82b (dub. l.).

Spanish (DGE)

τό
sent. dud., quizá escupitajo, expectoración τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον ἐγχρέμματα Plu.2.82b.

German (Pape)

[Seite 714] τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φθόνοι καὶ κακοήθειαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat jeté par mépris sur qqn.
Étymologie: ἐγχρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχρεμμα: ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρεμμα: τό, τὸ ἐγχρεμπτόμενον «ῥόχαλον», Πλούτ. 2. 82Β.

Greek Monolingual

ἔγχρεμμα, το (Α)
αποβολή σάλιου και φλέματος.