ἕκπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκπλεθρος:''' равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) ([[δρόμος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
|lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκπλεθρος:''' равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) ([[δρόμος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, [[πλέθρον]]<br />six plethra [[long]], Eur.
|mdlsjtxt=ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, [[πλέθρον]]<br />six plethra [[long]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκπλεθρος Medium diacritics: ἕκπλεθρος Low diacritics: έκπλεθρος Capitals: ΕΚΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: hékplethros Transliteration B: hekplethros Transliteration C: ekplethros Beta Code: e(/kpleqros

English (LSJ)

ον, six plethra long, Phryn.387; in ἕ. ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) . is the better reading, narrowing.

Spanish (DGE)

v. ἑξάπλεθρος.

German (Pape)

[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἕκπλεθρος: равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) (δρόμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.

Greek Monolingual

ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.

Greek Monotonic

ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.

Middle Liddell

ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, πλέθρον
six plethra long, Eur.