ἡμίδουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié esclave.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[δοῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié esclave.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[δοῦλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίδουλος:''' ὁ [[полураб]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίδουλος:''' -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ [[δούλος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἡμίδουλος:''' -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ [[δούλος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίδουλος:''' ὁ [[полураб]] Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-δουλος, ον<br />a [[half]]-[[slave]], Eur.
|mdlsjtxt=ἡμί-δουλος, ον<br />a [[half]]-[[slave]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίδουλος Medium diacritics: ἡμίδουλος Low diacritics: ημίδουλος Capitals: ΗΜΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmídoulos Transliteration B: hēmidoulos Transliteration C: imidoulos Beta Code: h(mi/doulos

English (LSJ)

ον, half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.

German (Pape)

[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίδουλος:полураб Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.

Greek Monolingual

ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.

Greek Monotonic

ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἡμί-δουλος, ον
a half-slave, Eur.