ὀλοφυρτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυρτικός:''' [[склонный к жалобам]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυρτικός:''' -ή, -όν, [[παραπονιάρης]], κλαψιάρης, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀλοφυρτικός:''' -ή, -όν, [[παραπονιάρης]], κλαψιάρης, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυρτικός:''' [[склонный к жалобам]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυρτικός]], ή, όν [from [[ὀλοφύρομαι]]<br />[[querulous]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυρτικός]], ή, όν [from [[ὀλοφύρομαι]]<br />[[querulous]], Arist.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυρτικός Medium diacritics: ὀλοφυρτικός Low diacritics: ολοφυρτικός Capitals: ΟΛΟΦΥΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: olophyrtikós Transliteration B: olophyrtikos Transliteration C: olofyrtikos Beta Code: o)lofurtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.

German (Pape)

[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυρτικός: склонный к жалобам Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.

Greek Monolingual

ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.

Greek Monotonic

ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, παραπονιάρης, κλαψιάρης, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀλοφυρτικός, ή, όν [from ὀλοφύρομαι
querulous, Arist.