ὀψιαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=o)yiai/teros
|Beta Code=o)yiai/teros
|Definition=ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of [[ὄψιος]].
|Definition=ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of [[ὄψιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψιαίτερος:''' compar. к ὄφιος.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψιαίτερος:''' compar. к ὄφιος.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιαίτερος Medium diacritics: ὀψιαίτερος Low diacritics: οψιαίτερος Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: opsiaíteros Transliteration B: opsiaiteros Transliteration C: opsiaiteros Beta Code: o)yiai/teros

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.