ὀψιαίτερος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=o)yiai/teros | |Beta Code=o)yiai/teros | ||
|Definition=ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of [[ὄψιος]]. | |Definition=ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of [[ὄψιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψιαίτερος:''' compar. к ὄφιος. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]]. | |lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
Greek Monotonic
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.