ὑπερβαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />trop lourd ; trop grand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βάρος]].
|btext=ής, ές :<br />trop lourd ; trop grand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βάρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβᾰρής:''' досл. сверхтяжкий, перен. жестокий ([[δαίμων]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβαρής:''' -ές ([[βάρος]]), υπερβολικά [[βαρύς]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπερβαρής:''' -ές ([[βάρος]]), υπερβολικά [[βαρύς]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβᾰρής:''' досл. сверхтяжкий, перен. жестокий ([[δαίμων]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰρής Medium diacritics: ὑπερβαρής Low diacritics: υπερβαρής Capitals: ΥΠΕΡΒΑΡΗΣ
Transliteration A: hyperbarḗs Transliteration B: hyperbarēs Transliteration C: ypervaris Beta Code: u(perbarh/s

English (LSJ)

ές, exceedingly heavy, δαίμων A.Ag.1175 (lyr.); τὰν τύχαν . . τὰν ὑπερβάρεα IGRom.4.1302 (Cyme, i B. C./i A. D.); ὑ. ἀνάβασις τοῦ Νείλου POxy.486.32 (ii A. D.):—but ὑπέρβᾰρυς, υ, in Hp.Art. 46, Gal.7.587.

German (Pape)

[Seite 1192] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trop lourd ; trop grand.
Étymologie: ὑπέρ, βάρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰρής: досл. сверхтяжкий, перен. жестокий (δαίμων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαρής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν βαρύς, τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ τύπος ὑπέρβᾰρυς, υ, οἷον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει ὕπερθεν βαρύς.

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.
β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι-βαρής, κατα-βαρής].

Greek Monotonic

ὑπερβαρής: -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.