ὑψίκρημνος: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]]. | |btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с высокими кручами]], [[обрывистый]] ([[Μίμας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[расположенный на высокой скале]] ([[πόλισμα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5. II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκρημνος:
1) с высокими кручами, обрывистый (Μίμας Hom.);
2) расположенный на высокой скале (πόλισμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].
Greek Monotonic
ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψί-κρημνος, ον,
I. with high crags, of a mountain, Hom. Epigram.
II. of towns, built on a high crag, Aesch.