ὕπαρνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπαρνος:''' имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπαρνος:''' имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὕπ-αρνος, ον,<br />with a [[lamb]] under it, i. e. [[suckling]] a [[lamb]] or (metaph.) a [[babe]], Eur.
|mdlsjtxt=ὕπ-αρνος, ον,<br />with a [[lamb]] under it, i. e. [[suckling]] a [[lamb]] or (metaph.) a [[babe]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαρνος Medium diacritics: ὕπαρνος Low diacritics: ύπαρνος Capitals: ΥΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: hýparnos Transliteration B: hyparnos Transliteration C: yparnos Beta Code: u(/parnos

English (LSJ)

ον, with a lamb under it, i.e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, E.Andr.557, Call.Ap.53; ὕπαρνοι ἀγέλης PLond.3.1171.5 (i B. C.); cf. ὑπόρρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ἀρνός².

Russian (Dvoretsky)

ὕπαρνος: имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρνος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν ὑποκάτω, δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων βρέφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. ὑπόρρηνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρνος ποίμνη· ἄρνας ἔχουσα».

Greek Monotonic

ὕπαρνος: -ον, αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, δηλ. αυτός που θηλάζει αρνάκι ή (μεταφ.) μωρό, βρέφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὕπ-αρνος, ον,
with a lamb under it, i. e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, Eur.