ὑψίπυλος: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux portes élevées.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πύλη]].
|btext=ος, ον :<br />aux portes élevées.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πύλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπῠλος:''' [[высоковратный]] ([[Θήβη]], [[Τροίη]] Hom.; δόμοι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''ὑψίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπῠλος:''' [[высоковратный]] ([[Θήβη]], [[Τροίη]] Hom.; δόμοι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with [[high]] gates, Il., Eur.
|mdlsjtxt=ὑψί-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with [[high]] gates, Il., Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπῠλος Medium diacritics: ὑψίπυλος Low diacritics: υψίπυλος Capitals: ΥΨΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: hypsípylos Transliteration B: hypsipylos Transliteration C: ypsipylos Beta Code: u(yi/pulos

English (LSJ)

ον, with high gates, Il.6.416, 16.698, E.HF1030 (lyr.), B.8.46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes élevées.
Étymologie: ὕψι, πύλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπῠλος: высоковратный (Θήβη, Τροίη Hom.; δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Ἰλ. Ζ. 416, 698· κλῇθρα ὑψιπύλων δόμων Εὐρ. Ἡρακλ. 1030.

English (Autenrieth)

(πύλη): high-gated.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Greek Monotonic

ὑψίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

ὑψί-πῠλος, ον, πύλη
with high gates, Il., Eur.